- ζυθοποσία
- ηη πόση ζύθου, το να πίνει κάποιος μπίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυθοποσία — η η πόση ζύθου, το να πίνει κανείς ζύθο, μπίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)